αισθαντικός

αισθαντικός
-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο γεμάτος συναισθήματα, ευαίσθητος, ευσυγκίνητος
2. λεπτός, διακριτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αισθάνομαι ή πιθ. απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. sensitif ή sensible.
ΠΑΡ. νεοελλ. αισθαντικότητα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αισθαντικός — ή, ό ευαίσθητος, συναισθηματικός: Τον γνώρισα αρκετά· είναι ψυχή αισθαντική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… …   Dictionary of Greek

  • αισθαντικότητα — η [αισθαντικός] ευαισθησία, ευσυγκινησία …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Βουτυράς, Δημοσθένης — (Κωνσταντινούπολη 1871 – Αθήνα 1958). Διηγηματογράφος, από τους σημαντικότερους της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι γονείς του κατάγονταν από την Κέα· βρέθηκαν για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε και ο συγγραφέας, και μετά γύρισαν στην… …   Dictionary of Greek

  • αισθηματίας — ο ευαίσθητος, αισθαντικός: Είναι άνθρωπος αισθηματίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”